- κολλώδιο
- Άχρωμο έως κίτρινο παχύρρευστο υγρό που σχηματίζεται με τη διάλυση νιτροκυτταρίνης (βαμβακοπυρίτιδας) ή των υπολοίπων παραγώγων της πυροξυλίνης σε μείγμα αιθέρα και αλκοόλης. Η ποιότητα του κ. ποικίλλει ανάλογα με τη σχετική του περιεκτικότητα σε αιθέρα και αλκοόλη και ανάλογα με τη φύση της πυροξυλίνης· το κ. που είναι πλούσιο σε αιθέρα μετά την εξάτμισή του δημιουργεί μια πολύ ανθεκτική μεμβράνη, ενώ, αντίθετα, το κ. που περιέχει μεγάλη ποσότητα αλκοόλης σχηματίζει λεπτές και εύθρυπτες μεμβράνες.
Η πιο γνωστή εφαρμογή του κ. είναι στη φωτογραφία, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η χρήση του ως πλαστική ύλη. Αν προστεθεί καμφορά στο διάλυμα του κ. ως πλαστικοποιητικό μέσο, προκύπτει ο κελουλοϊτής. Το κ. χρησιμοποιείται επίσης στη φαρμακευτική, ως συγκολλητικό ή ως στερεωτικό άλλων ουσιών, σε εκρηκτικές ζελατίνες, άκαπνη πυρίτιδα κ.α. Ο Άρτσερ ήταν ο πρώτος που δημοσίευσε, το 1851, μια διαδικασία για τη χρήση του κ. στη δημιουργία φωτογραφικών πλακών, ενώ στον Νόμπελ αποδόθηκε η ανακάλυψη της εκρηκτικής ζελατίνης.
* * *τοδιάλυμα νιτροκυτταρίνης σε ένα μίγμα αιθέρα και αιθυλικής αλκοόλης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. collodium < κολλώδης + -ium].
Dictionary of Greek. 2013.